- διαιρούμαι
- διαιρούμαι, διαιρέθηκα, διαιρεμένος και διηρημένος βλ. πίν. 77
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαιροῦμαι — διαιρέω take apart pres ind mp 1st sg (attic epic doric) διαιρέω take apart pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδιαλαμβάνομαι — ἀποδιαλαμβάνομαι (Α) αποχωρίζομαι, διαιρούμαι … Dictionary of Greek
δατέομαι — (Α) 1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας) 2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» τόν έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες) 3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς… … Dictionary of Greek
διίσταμαι — (AM διίστημι, Α και διίσταμαι) [ίστημι] 1. στέκομαι χωριστά, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι 2. διαφωνώ, φιλονικώ μσν. κάνω κάποιον να σταθεί στα πόδια του, να αναρρώσει αρχ. Ι. ενεργ. 1. τοποθετώ χωριστά, διαιρώ, διαχωρίζω 2. διακρίνω, διαστέλλω 3.… … Dictionary of Greek
διαιρώ — (AM διαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω 2. εκτελώ την πράξη τής διαίρεσης 3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς… … Dictionary of Greek
ισοδιαιρούμαι — ἰσοδιαιροῡμαι, έομαι (Μ) διαιρούμαι σε ίσα μέρη … Dictionary of Greek
κατακερματίζω — (ΑΜ κατακερματίζω) κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακομματιάζω, τεμαχίζω νεοελλ. θρυμματίζω, κατασυντρίβω, κάνω θρύψαλα αρχ. 1. μεταβάλλω σε μικρά νομίσματα 2. φθείρω, κατατρίβω 3. (για λόγο) διαιρούμαι σε ερωτήσεις και αποκρίσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) … Dictionary of Greek
κατατέμνω — (AM κατατέμνω, Α και ιων. τ. κατατάμνω) κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω κατακόβω, διαμερίζω αρχ. 1. κόβω δρόμους για την οικοδόμηση πόλεως, ρυμοτομώ 2. κόβω κατά βάθος, κάνω άνοιγμα στη γη 3. περικόπτω, λιγοστεύω κόβοντας 4 … Dictionary of Greek
λοβούμαι — λοβοῡμαι, όομαι (Μ) [λοβός] διαιρούμαι σε μέρη που μοιάζουν με λοβούς … Dictionary of Greek
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek